Σιγουριά ή [siγurjά]:
1. η κατάσταση εκείνου που έχει την αίσθηση ότι είναι προφυλαγμένος από κάθε κίνδυνο – ασφάλεια: Αισθάνομαι πάντα μεγάλη ~ κοντά τους. Για μεγαλύτερη ~ ας πάμε από το πεζοδρόμιο. Έχω ένα αίσθημα σιγουριάς, όταν ξέρω ότι υπάρχουν χρήματα για ώρα ανάγκης. Δε νιώθω καμιά ~ για το μέλλον.
2. η ιδιότητα εκείνου που είναι σίγουρος για κάτι, στον οποίο μπορεί κανείς να στηριχθεί – βεβαιότητα: Έχει μεγάλη ~ στον εαυτό του/στις δυνάμεις του. || η βεβαιότητα που έχει κάποιος για την ορθότητα των απόψεων του, και για την οποία δε δέχεται καμιά αμφισβήτηση: Μιλάει με μεγάλη~.
[σίγουρ(ος)-ιά]